Δοξολογία για την Εθνική Εορτή

Ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας στην Ενορία μας
19 Οκτωβρίου 2023
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ – ΠΑΣΧΑ 2024
25 Απριλίου 2024

Την Κυριακή 31 Μαρτίου ο Ελληνισμός του Λουξεμβούργου τέλεσε Δοξολογία με την ευκαιρία της  Εθνικής Εορτής. 

Ο Εξοχότατος Πρέσβης της Ελλάδος κ. Άγγελος Υψηλάντης, η Πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας κα Ελένη Φωτεινέα, Δικαστές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο,  οι αξιωματικοί που υπηρετούν στην αντιπροσωπεία της NSPA, οι μαθητές και οι μαθήτριες  όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του Λουξεμβούργου τίμησαν με την παρουσία τους  την Εθνική μας εορτή.

Για άλλη μια χρονιά, ο Εξοχότατος Πρέσβης εκφώνησε τον Πανηγυρικό λόγο της ημέρας και  καθήλωσε το ακροατήριο για τα σπουδαία  μηνύματα που μπορούμε και πάλι να αντλήσουμε με την ευκαιρία της Εορτής. 

Στο τέλος, μετά την πρόσκληση του Ιερατικώς προϊσταμένου π. Παναγιώτη Μοσχονά, μικροί και μεγάλοι ψάλλαμε τον Εθνικό μας  Ύμνο. 

Ακολουθεί η εμπνευσμένη ομιλία του κ. Πρέσβη 

Σεβαστοί πατέρες,

Εντιμότατοι κύριοι Δικαστές,

Αξιότιμοι κυρίες και και κύριοι Αξιωματικοί, εκπρόσωποι των τριών όπλων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων,

Κυρία Πρόεδρε της Ελληνικής Κοινότητος,

Κυρίες και Κύριοι,

Αγαπητοί φίλοι,

Οι γενεές που επιτελούν σημαντικά εθνικά κατορθώματα δικαιολογημένα αποφασίζουν να καθιερώσουν επετείους, ώστε να διαιωνίζεται η μνήμη. Τα κίνητρά τους είναι δίσημα: αφ’ ενός η εύλογη επιθυμία “ὡς μὴ ἔργα μεγάλα τε καὶ  θαυμαστά…ἀκλεα γένηται”, όπως έγραψε ο Ηρόδοτος στο προοίμιο του έργου του, εξηγώντας γιατί αφηγείται την ιστορία των Μηδικών πολέμων. Αφ’ ετέρου, η επίγνωση ότι οι εθνικές εορτές αναρριπίζουν τον πατριωτισμό, εμπνέουν ικανοποίηση και αγαλλίαση για τα συντετελεσμένα και παροτρύνουν τους νεωτέρους να φανούν, αν χρειασθεί, ανώτεροι από τους παλαιοτέρους: “ἂμμες δε γ’σσόμεθα πολλῷ κάρρονες”, όπως διαβεβαίωναν τελετουργικά οι νέοι Σπαρτιάτες. Οι διάδοχες γενεές διατηρούν και μεταβιβάζουν την επέτειο στις επόμενες, γιατί έτσι εξασφαλίζεται η συνέχεια, συντηρούνται τα ιδεώδη και τιμώνται εκείνοι που έπραξαν “μεγάλα τε καὶ θαυμαστά”.

Η Πολιτεία καθιέρωσε την 25η Μαρτίου ως εθνική εορτή το 1838, εκφράζοντας την συλλογική συνείδηση του έθνους. Εξ ορισμού, το ρήμα “καθιερώνω” (= καθιστώ ιερό) αντανακλά την εμπράγματη και συμβολική σύζευξη της θρησκευτικής εορτής του Ευαγγελισμού με την εθνεγερσία. Από τότε, κατά τον επέτειο τούτο εορτασμό, σύμπας ο απανταχού Ελληνισμός τιμά και δοξάζει, εν πρώτοις την Υπέρμαχον Στρατηγόν και, την ίδια ημέρα, όλους όσοι, θεία δυνάμει, συνετέλεσαν στο μεγάλο έργο. Αναφέρεται στους αγωνιστές που έσβησαν στα πεδία των μαχών ή μαρτύρησαν ως αιχμάλωτοι. Απονέμει χάριτες στους φιλέλληνες που συνάθλησαν ή άλλως συνέδραμαν. Τελεί μνημόσυνο για τους αμάχους που σφαγιάσθηκαν.

Η εθνεγερσία του 1821 είναι διακριτή επαναστατική πράξη, καθώς δεν μοιάζει με κανέναν από τους πολέμους τους οποίους διεξήγαγαν οι Έλληνες κατά την μακραίωνη ιστορία τους, πολέμους αμυντικούς ή ανακτητικούς. Διακρίνεται επίσης και για έναν ακόμη λόγο: ίδρυσε, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, ενιαίο εθνικό ελληνικό κράτος.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η άρξη της συνειδητοποιήσεως της ελληνικής ταυτότητος έγινε μεταξύ των λογίων, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους. Έλαβε νέα ώθηση, όσο η τουρκική απειλή εσκίαζε τα τελευταία σπαράγματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επιταχύνθηκε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, χάρη στην διάδοση της παιδείας. Στο μεταξύ, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν και το εθνικό Ρωμαίος, Ρωμιός, χωρίς να προσέχουν την αρχική σημασία του.

Διευκρινίζω ότι, το όνομα Ἓλλην είχε αλλάξει πολλές φορές σημασία: έμπορος, ελληνόφωνος κ.τ.λ.. Με την διάδοση του Χριστιανισμού, γίνεται συνώνυμο του όρου “ειδωλολάτρης”. Η εθνική σημασία του συμπίπτει ή ακολουθεί την αφύπνιση της ελληνικής εθνικής συνειδήσεως η οποία, όπως προανέφερα, ξεκινά στην Νίκαια μετά την 1η Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους. Εκεί πρωτοχρησιμοποιείται ο όρος “Έλλην” από τον ευσεβή βασιλέα των Ρωμαίων  Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη τον 13ο αιώνα.

Οι Έλληνες στους χρόνους της Οθωμανικής αιχμαλωσίας θεωρούσαν εαυτούς συνεχιστές του ελληνιστικού πολιτισμού, των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της εξελληνισμένης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτοκαθορίζονταν με δύο συντεταγμένες, την θρησκευτική και την πολιτική: η πρώτη τους ενέτασσε στην ομάδα των Χριστιανών Ορθοδόξων· η δεύτερη τους τοποθετούσε στην ομάδα των “Ῥωμαίων”, δηλαδή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατόρθωσαν να αναδειχθούν και να εξελιχθούν στο πιο εκσυγχρονιστικό κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδρύουν σχολεία, καταλαμβάνουν καίριες θέσεις στην οικονομία, στο εμπόριο, ακόμη και στην διπλωματία της Οθωμανικής διοικήσεως.

Άλλωστε, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έδινε σημασία στις γλωσσικές διαφορές και αγνοούσε τις εθνικές συνειδήσεις. Διέκρινε τους υπηκόους της στους πιστούς στο Ισλάμ και στα άλλα μιλέτ. Στο Ρωμαίϊκο-Ορθόδοξο μιλέτ, το Γένος των Ορθοδόξων, με κεφαλή τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ήσαν εντεταγμένοι, εκτός από τους Έλληνες, και όλοι οι άλλοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, υπήκοοι του Σουλτάνου (Σέρβοι, Βούλγαροι, Άραβες, Ρουμάνοι κ.ά.).

Οι ένοπλες προσπάθειες των Ελλήνων αρχίζουν το 1453, σχεδόν αμέσως μετά την Άλωση της Πόλεως. Η αναταραχή και η αντίσταση δεν έπαψαν ποτέ. Η κορυφαία φάση όλων αυτών των απελευθερωτικών αγώνων είναι η εθνεγερσία του 1821. Η πιο έκδηλη διαφορά, ωστόσο, της επαναστάσεως του 1821, σε σχέση με τα παλαιότερα κινήματα, συνίσταται στο γεγονός ότι επέτυχε ένα μέγιστο πολιτικό αποτέλεσμα: την ίδρυση του Νεοελληνικού κράτους, το πρώτο έθνος-κράτος στα Βαλκάνια.

Ο Ελληνισμός του 1821 είναι υλικά πλουσιότερος και μπορεί να χρηματοδοτήσει τον αγώνα, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια. Μεγάλοι Έλληνες έμποροι διαθέτουν τις περιουσίες τους, χρηματοδοτούν την συντήρηση στρατευμάτων. Νησιώτες εφοπλιστές κράτησαν το κύριο βάρος της συντηρήσεως και των κινητοποιήσεων του στόλου.

Αλλά και πνευματικά πλουσιότερος ήταν ο Ελληνισμός του 1821, χάρη στην εξάπλωση της γενικής και της ανώτερης παιδείας, στις σπουδές Ελλήνων στα πανεπιστήμια της Δύσεως, στην ζύμωσή τους με τις νέες ιδέες που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη. Η πνευματική παρακμή που ακολουθεί την οθωμανική κατάκτηση ανακάμπτει, με την απόφαση της Πατριαρχικής Συνόδου το 1593, η οποία όρισε: “ἓκαστον ἐπίσκοπον, ἐν τῇ αυτοῦ παροικίᾳ, φροντίδα καὶ δαπάνην τν ναγκαῖαν ποιεῖν, ὣστε τὰ θεῖα καὶ ἱερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι. Βοηθεῖν δὲ κατά δύναμιν τοῖς ἐθέλουσιν διδάσκειν καὶ τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐάν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἒχωσιν”.

Ακολούθησε φιλότιμη προσπάθεια να ιδρυθούν σχολεία από άκρη σε άκρη του Ελληνισμού, με πρωτοβουλίες ιεραρχών, κοινοτήτων, συντεχνιών και με χρηματική αρωγή των πλουσιοτέρων του γένους, τόσο του εσωτερικού, όσο και της διασποράς. “Τὰ σχολειὰ φτιάξτε!” κήρυττε ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Οι ελληνικές παροικίες του εξωτερικού έφτιαξαν σχολεία άρτια και ανοιχτά στα νέα ρεύματα.  Ολοένα και περισσότεροι νέοι σπούδαζαν σε ξένα πανεπιστήμια. Μερικοί από αυτούς, μολονότι είχαν πτυχία ιατρικής ή νομικής, φιλοτιμούνταν να διδάξουν σε σχολεία κλασικά γράμματα, μαθηματικά, φυσικές επιστήμες, φιλοσοφία- και μάλιστα με νέες μεθόδους. Το έργο της σχολικής εκπαιδεύσεως συμπληρωνόταν με μεταφράσεις ή διασκευές ξένων συγγραμμάτων, ποικίλης ύλης, καθώς και με πρωτότυπα δημοσιεύματα.

Η γνωριμία των νέων Ελλήνων με το αρχαίο παρελθόν τους, τόσο σημαντική για την εμπέδωση της εθνικής αυτογνωσίας και την προβολή προτύπων στο ανασυντασσόμενο έθνος, έγινε πράξη. Η αυτογνωσία αυτή γέμιζε το αγωνιζόμενο έθνος με αυτοπεποίθηση και εθνική υπερηφάνεια· το ενδυνάμωνε στον δύσκολο αγώνα της παλιγγενεσίας του.

Ο ρόλος των Ελλήνων αστών, προ πάντων του εξωτερικού, υπήρξε καθοριστικός. Στο έργο αυτό συνέβαλαν επίσης και μερικοί Φαναριώτες, καθώς και κληρικοί. Στην πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, στην Κωνσταντινούπολη, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις εγκαθιστά, τον 16ο αιώνα, το πρώτο τυπογραφείο. Εκεί τυπώνονται, παρά τις παρενοχλήσεις της οθωμανικής διοικήσεως, βιβλία- όχι μόνον εκκλησιαστικά, αλλά και βιβλία της θύραθεν παιδείας.

Η εθνεγερσία του 1821 υποστηρίχθηκε αποφασιστικώς και από το φιλελληνικό κίνημα. Ξένοι, όπως ο τόσο αγαπητός στους Έλληνες Λόρδος Μπάιρον, συμπολέμησαν με τους προγόνους μας, βοήθησαν τον αγώνα με χρήματα, συμβουλές και έργα. Επί πλέον η πίεση του φιλελληνικού ρεύματος συνετέλεσε στην μεταστροφή της πολιτικής των τριών δυνάμεων που έγιναν “προστάτιδες”, καθώς και των άλλων. Αυτόν τον ισχυρό σύμμαχο δεν τον είχαν οι Έλληνες στα προηγούμενα επαναστατικά τους κινήματα. Βέβαια, οι αρχές του φιλελληνισμού είναι παλαιότερες· συγχρονίζονται με τον Διαφωτισμό και την ανάπτυξη των κλασικών σπουδών στην Δύση και το συνεπαγόμενο ενδιαφέρον για την τύχη των Ελλήνων.

Η ελληνική επανάσταση του 1821 κατέληξε στο Νεοελληνικό κράτος το οποίο ολοκληρώθηκε γεωγραφικά, στην μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, μόλις το 1947, με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων. Αποτέλεσε τον γεωγραφικό και πολιτικό χώρο μέσα στον οποίο έζησε και αναπτύχθηκε ένα μέρος μόνον του Ελληνισμού- άλλοι παρέμειναν εκτός συνόρων. Η Κύπρος, πρωτίστως, αλλά και ο διασπορικός ελληνισμός ο οποίος, και τότε και σήμερα, έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται μεν στις χώρες όπου διαβιοί, αλλά να μην αφομοιώνεται καταλυτικά, διατηρώντας τα πολιτισμικά στοιχεία της ταυτότητάς του.

Το Νεο – Ελληνικό κράτος εδραιώθηκε γιατί οι Έλληνες είχαν κατοχυρώσει την συνέχεια της ιστορίας τους ως τον συλλογικό “ιδρυτικό μύθο” της σύγχρονης Ελλάδος. Η λέξη «μύθος» εδώ χρησιμοποιείται με την σημασία που της αποδίδουν οι κοινωνικές επιστήμες. Έχει ένα ιστορικό υπόβαθρο, δεν αποτελεί απλώς ένα αποκύημα της φαντασίας. Ο Ιδρυτικός μύθος στην ζωή ενός έθνους σημαίνει συλλογική συνείδηση· ότι, δηλαδή, έχουμε κοινή προέλευση, ανήκουμε σε μια κοινή οντότητα, αποσκοπούμε σε κοινούς στόχους, αναφερόμαστε σε κοινά σύμβολα, μοιραζόμαστε κοινά βιώματα και εμπειρίες. Όλα αυτά συγκροτούν ό,τι ονομάζουμε “πατρίδα”. Έτσι λειτουργεί ένας λαός, ένα έθνος, έτσι δημιουργούνται εθνικές ευαισθησίες και πατριωτικά ιδανικά.  Αυτή την συνεχόμενη ευαισθησία καλλιέργησε η διαχρονική ελληνική γλώσσα: τα ομηρικά έπη, οι τραγικοί ποιητές, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος- αλλά και οι ύμνοι της εκκλησίας, οι παραδόσεις και το δημοτικό τραγούδι. Μύθους συλλογικούς έφτιαξε και η Βίβλος, όχι μόνον για τα καθ’ ημάς, αλλά και για ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό.

Ας έλθουμε τώρα, στα τωρινά, στα σύγχρονα. Σήμερα, το σημείο αναφοράς του απανταχού Ελληνισμού, η Ελλάδα, δοκιμάζεται με ποικίλους τρόπους. Καλείται να αντιμετωπίσει πρωτόγνωρες προκλήσεις.  Στον γεωγραφικό της περίγυρο μαίνονται δύο πόλεμοι, η διάρκεια, η έκβαση και οι επιπτώσεις των οποίων παραμένουν άδηλες. Η Ελλάδα είναι μια χώρα στο σταυροδρόμι δύο κόσμων: ενός νεανικού και ενός γερασμένου. Ενός δημοκρατικού και ενός αυταρχικού. Ενός αναδυόμενου και ενός κόσμου που υποχωρεί. Η Ελλάδα έδειξε ανθεκτικότητα επανειλημμένως και βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, κυριολεκτικά στην «σωστή πλευρά της Ιστορίας», όχι με τον τρόπο που κακοποιείται για πρόσκαιρους πολιτικαντισμούς, αυτό το στερεότυπο. Προφανώς, μέσα σε όλο αυτό το περιβάλλον ιστορικών ανακατατάξεων, η Ελλάδα είναι μικρή, αλλά έχει μεγάλη συμβολική σημασία για το δυτικό οικοδόμημα.

Ένας μικρός λαός, όπως ο δικός μας, στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, δεν έχει την πολυτέλεια σφαλμάτων και παραλείψεων- έστω και μικρών. Όταν ευρίσκεσαι σε κίνδυνο, όταν αμφισβητείται η ίδια σου η υπόσταση, το ζῆν, τότε δεν μπορείς να αναλίσκεσαι, να ασχολείσαι με το εὖ ζῆν. Αυτό είναι περισσή πολυτέλεια. 

Σε αυτούς τους καιρούς της διεθνούς περιδήνησης, της αμφισβητήσεως ενοιών χιλιετηρίδων, ας προσπαθήσουμε, ενώνοντας όλες μας τις δυνάμεις και ενεργοποιώντας τις πολλές αρετές μας, να αντιμετωπίσουμε τις νέες και παλαιές προκλήσεις, με σοβαρότητα, αποφασιστικότητα, σύνεση και παρρησία. Έχουμε εφόδια. Έχουμε πολλά διδάγματα από το παρελθόν· ας φτιάξουμε κι εμείς μερικά χρήσιμα για το μέλλον. Στην προσπάθειά μας αυτή, η συλλογική εθνική συνείδηση, η πολιτισμική μας κληρονομιά, δηλαδή η γλώσσα, η τόσο κακοποιημένη στους καιρούς μας, η Ορθοδοξία, η Ιστορία, είναι απαραίτητες βάσεις και προϋπoθέσεις. Αυτά είναι τα όπλα μας, με αυτά πορευόμαστε. Αυτά τα στοιχεία συγκροτούν τον εθνικό μας πολιτισμό. Όσο πιο ισχυρός είναι για εμάς, τόσο πιο πειστικός και σεβαστός θα γίνεται για τους άλλους.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να μνημονεύσω τον πάντα επίκαιρο Οδυσσέα Ελύτη:

«Ὑπάρχουν δύο Ἑλλάδες. Αὐτὴ ποὺ ἐξαναγκάζεται, καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ὑπηκόους της νὰ καταπονεῖ καὶ σ’ ἓναν διεθνὴ χορὸ μεταμφιεσμένων νὰ μετέχει, μὲ τὸ φόρεμα τῆς Εὐρωπαίας…

Καὶ ὑπάρχει ἡ ἂλλη, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπακούει στὸν Ἡράκλειτο καὶ στὸν Μακρυγιάννη…

Ἡ πρώτη μπορεῖ νὰ καταλυθεῖ μιὰ μέρα.

Ἡ δεύτερη, ἀκόμη κι ἂν μείνει χωρὶς ὑπόσταση, Ποτὲ!

Τουλάχιστον ἐγὼ, γι΄ αὐτὴν ὑπάρχω (…) ».

Σας ευχαριστώ. 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ

Πρέσβυς της Ελλάδος στο Λουξεμβούργο










× Chat with us
X